- ἡγεμονηΐς
- ἡγεμον-ηΐς, ΐδος, ἡ, poet. for ἡγεμονίς, Man.4.98.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ηγεμονηΐς — ἡγεμονηΐς, ίδος, ἡ (Α) [ηγεμών] ποιητ. τ. αντί ηγεμονίς* … Dictionary of Greek
ηγεμονίς — ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α) (θηλ. τού ἡγεμών) 1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.) 2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῑς ἡγεμονίς», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν.… … Dictionary of Greek
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek